- ἔκλαγξε
- κλάζωmake a sharp piercing soundaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικλάζω — ἐπικλάζω (Α) κάνω θόρυβο, κλαγγή, βροντώ («αἴσιον δ’ ἐπὶ οἱ... Ζεὺς πατὴρ ἔκλαγξε βροντάν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κλάζω «κάνω θόρυβο, φωνάζω»] … Dictionary of Greek
παρασύρω — ΝΜΑ, παρασέρνω Ν (για ορμητικό ρεύμα) σύρω βιαίως, κυλώντας ορμητικά αρπάζω και παίρνω μαζί μου, συμπαρασύρω κάποιον ή κάτι (α. «ο χείμαρρος παρέσυρε τα πάντα» β. «του ρεύματος ἡ ὀξύτης πολλοὺς παρέσυρε», Διόδ. Σικ.) νεοελλ. 1. ρίχνω κάτω και… … Dictionary of Greek
ἔκλαγξ' — ἔκλαγξα , κλάζω make a sharp piercing sound aor ind act 1st sg ἔκλαγξε , κλάζω make a sharp piercing sound aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)